Κομισιόν

Κομισιόν
η
η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα από τα τέσσερα θεσμικά όργανα τής ΕΟΚ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. commission < λατ. commisio, -onis < λατ. ρ. committere «εμπιστεύομαι, αναθέτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κομισάριος — ο (Μ κομμισάριος) επίτροπος, πληρεξούσιος νεοελλ. 1. μέλος τής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τής Κομισιόν 2. φρ. «κομισάριος τού λαού» (προπολεμικά στην ΕΣΣΔ) μέλος τής κυβέρνησης, υπουργός μσν. επιστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. commissario <… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”